Βρίσκομαι σε ένα μέρος που δεν υπάρχει. Υποτίθεται εκεί είχε όλο φοιτητές.
Περπατάω σε κάτι στενά δρομάκια που είναι και από πάνω με ταβάνι. Δεν βλέπω ουρανό.
Έχει πολλές στροφές και έψαχνα ένα μαγαζί. Ξαφνικά σε ένα άνοιγμα μεγάλο που βλέπω ουρανό βρίσκω το μαγαζί. Είναι απόγευμα. Μέσα στο μαγαζί είναι το παλιό μου αφεντικό και ένας παλιός συνάδελφος.
Ο συνάδελφος είναι στο μπαρ και φτιάχνει καφέδες. Το αφεντικό μου λέει ευχαριστούμε για το ότι έχεις κάνει για μας.Εκεί βλέπω ένα παλιό φίλο και του λέω να κάνουμε δουλειά μαζί. [Είμαι απολυμενος και το αφεντικό μου είναι φυλακή ] Φεύγω ξαφνικά και πρέπει να γυρίσω πίσω να πάρω την γυναίκα μου.
Περιπλανιεμε σε δρόμους και αισθάνομαι ότι έχω χαθεί. Περνω από ένα σημείο που είχε παρει φωτιά και ίσα που βγάζει καπνούς. Όλα καμένα και μαζί μια εκκλησία. Κινουμε με ταχύτητα όλη αυτην την ώρα με τα πόδια φτάνω σε ένα σημείο που κατάλαβα ότι έχω χαθεί.
Μιλάω με την γυναίκα μου χωρίς να έχω δει ότι έχω τηλέφωνο και κανονίζω να βρεθούμε στο μπαρ.Προσπαθώ να βρω τον δρόμο για το μπαρ αλλά είναι πολύ μπέρδεμα τα στενάκια. Εκεί που νόμιζα ότι εστριψα σωστα βρίσκομαι σε ένα σημείο με μεγάλο ύψος και κατω είναι το μαγαζί.
Έχει αυτοκίνητα το ένα πάνω στο άλλο και κατέβει αν με ανσασερ. Πάνω που λέω ότι θα σκαρφαλωσω να κατέβω φεύγει μια παλιά συνάδελφος με το αμάξι της και μπαίνω μέσα. Αυτή κάνει κάτι ελιγμούς για να ξεπαρκαρει και οι ρόδες της είναι συνέχεια στην άκρη του γκρεμού.
Εκεί τα χρειάστηκα λίγο. και ξύπνησα. .